- θαρσηρός
- θαρσ-ηρός, ά, όν,= foreg.,A Cat.Cod. Astr.7.218.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαρσηρός — θαρσηρός, ά, όν (Α) [θάρσος] θαρσήεις* … Dictionary of Greek
θαρσηρούς — θαρσηρός Cat.Cod. Astr. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσηρῶς — θαρσηρός Cat.Cod. Astr. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσηράν — θαρσηρά̱ν , θαρσηρός Cat.Cod. Astr. fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)